Πέμπτη 30 Ιουλίου 2015

Θεωρητικό

Πόσο μεγάλος είναι ό αγώνας να σπάσει ό άνθρωπος τον γερό αύτό δεσμό και να ελευθερωθεί άπό τή λατρεία της ύλης και νά αποκτή­σει τήν εξη των καλών! Χρειάζεται πράγματι γενναία και ανδρεία ψυχή για νά ξεμακρύνει άπό τήν ΰλη. Εκείνο πού φροντίζομε δεν είναι μό­νο ή κάθαρση άπό τα πάθη, γιατί αύτό δέν είναι κυρίως άρετή, άλλά προ­παρασκευή άρετής. Χρειάζεται εκτός άπό τήν κάθαρση τών κακών συνη­θειών, και ή άπόκτηση τών άρετών. Κάθαρση· της ψυχής είναι, για μεν το λογιστικό μέρος της, ή άπαλλαγή και τέλεια εξάλειψη τών γήινων και α­σταθών στοιχείων, έννοώ τών βιοτικών φροντίδων και θορύβων και κακών κλίσεων, δηλαδή τών αμαρτωλών συνηθειών γιά δε τό έπιθυμητικό, τό νά μή κινείται καθόλου προς τήν ΰλη, μήτε νά άποβλέπει στήν αίσθηση, άλλά νά είναι πειθήνιο στο λογικό. Γιά τό θυμικό, άκολούθως, τό νά μήν ταράζε­ται ποτέ γιά δσα συμβαίνουν. Μετά τήν κάθαρση αύτή και τή νέκρωση ή διόρθωση τών χειρότερων δυνάμεων, χρειάζεται και ή άνάβαση και ή θέω- ση. Γιατί πρέπει, άφοϋ άφήσει κανείς τό κακό, νά πράξει τό άγαθό108, κι ά- κόμη νά άπαρνηθεϊ πρώτα τον έαυτό του και άφοϋ σηκώσει τό σταυρό του, νά άκολουθεϊ τον Κύριο109 προς τήν ύπέρτατη κατάσταση τής θεώσεως.
Ποιά είναι ή άνάβαση και ή θέωση; Γιά τό νοϋ, ή τελειότατη γνώση τών όντων και Εκείνου πού είναι πάνω άπό τά όντα, δσο αύτό είναι εφικτό στήν άνθρώπινη φύση. Γιά τή βούληση, ή ολοκληρωτική και συνεχής τάση και κίνηση προς τό Πρώτο Καλό. Γιά τό θυμικό, ή πολύ δραστήρια και πο­λύ πρακτική κίνηση προς τό ποθητό, ή άκούραστη και άνυποχώρητη, πού δέν τήν άνακόπτει καμιά δυσκολία πού παρουσιάζεται, άλλά προχωρεί πα­ράφορα και χωρίς επιστροφή. Τόσο πιο σφοδρή πρέπει νά είναι ή προς τά καλά κίνηση τής ψυχής, άπό τήν κίνηση προς τά κακά, δσο άνώτερα είναι τά νοητά κάλλη άπό τά αισθητά. Και τόσο μόνο νά ενδιαφέρεται γιά τή σάρκα, δσο φτάνει γιά τή συντήρησή της και τον πορισμό τών άναγκαίων γιά τήν ύπαρξη, ώστε νά μήν καταστραφεί βίαια τό ζωντανό σώμα. Αύτά νά τά άποφασίσει κανείς είναι εύκολότατο· νά τά πράξει δμως, πολύ πιο κοπιαστικό. Γιατί δέν ξεριζώνονται χωρίς κόπο οί δυσκολοκίνητες έκεϊνες 'έ­ξεις τής ψυχής, ούτε βέβαια ή άπόκτηση τής γνώσεως γίνεται χωρίς ιδρώ­τα. Άλλά και τό νά άτενίζει κανείς και νά τείνει διαρκώς προς τήν μακάρια θεία φύση, κατορθώνεται με πολλούς κόπους και σέ πολύ χρόνο, μέχρις ό­του νά συνηθίσει ή βούληση νά άκολουθεϊ αύτή τήν τάση. Και χρειάζεται πολλή άντίσταση τοϋ νοϋ στήν αίσθηση πού τον τραβά προς τά κάτω, και αύτή είναι ή πάλη και ή μάχη προς τό σώμα, ή όποία δέν εχει διάλειμμα

108. Ψαλμ. 33, 15.                                                                              109. Ματθ. 16, 24.
ώς τό θάνατο, και άν ακόμη φαίνεται δτι λιγόστεψε από τό μαρασμό τού θυμοϋ και της επιθυμίας και την υποδούλωση της αίσθήσεως στήν υπέρτερη γνώση τού νοϋ.
Πρέπει δμως να σημειωθεί τούτο· δτι ή ψυχή πού δεν φωτίστηκε μέ τό βάπτισμα, έπειδή δεν είναι φυσικό νά βοηθείται άπό τό Θεό, ούτε να καθαρθεΐ  γνήσια μπορεί, ούτε προς τό θείο φως νά ύψωθεϊ, δπως ε'ι'παμε. Γιατί δσα ειπώθηκαν, πρέπει νά θεωρούμε δτι ειπώθηκαν γιά τους πιστούς. 'Αλλά για μεγαλύτερη διασάφησή τους, πρέπει νά πούμε λίγα γιά τή διαφορά τής γνώσεως.
Ή γνώση είναι κατά φύση και υπέρ φύση. Και ή δεύτερη θά γίνει φανε­ρή άπό τήν πρώτη. Κατά φύση λέμε τή γνώση πού άποκτά ή ψυχή περί τής κτίσεως άπό τήν ερευνά και τήν άναζήτηση, μεταχειριζόμενη τά φυσικά μέ­σα και τις δυνάμεις, δσο δηλαδή είναι εφικτό στήν ψυχή πού είναι δεμένη μέ τήν ύλη. Γιατί δπως εχει λεχθεί στά περί αίσθήσεως και φαντασίας και νοϋ, άμβλύνεται ή ένέργεια τού νοϋ λόγω τής ενώσεως και άναμίξεως μέ τό σώμα. Ένεκα τούτου δεν μπορεί νά ερθει σ' επαφή μέ τά νοερά, άλλά γιά νά νοήσει εχει άνάγκη άπό τή φαντασία, τής οποίας ό χαρακτήρας είναι ει­κονιστικός και άνήκει στήν ύλική διάσταση και τήν πυκνή ύφή. Χρειάζονται λοιπόν στο νοϋ πού είναι μέσα σε σώμα, άνάλογες εικόνες γιά νά μπορέσει νά τά εννοήσει αύτά. Όση λοιπόν γνώση λάβει ε'νας τέτοιος νούς μέ τή μέ­θοδο τή φυσική, πού τοϋ είναι οικεία, αύτή τή γνώση τή λέμε φυσική. 'Υπερφυσική δμως είναι ή γνώση πού ερχεται στο νού πέρα άπό τή φυσική του μέθοδο και δύναμη, δταν δηλαδή τά νοούμενα ύπερβαίνουν τις δυνατό­τητες τού νού πού είναι ενωμένος μέ σώμα, ώστε νά είναι γνώση πού άρμό- ζει σε νοϋ χωρίς σώμα. Αύτή ή γνώση δίνεται μόνο άπό τό Θεό, δταν βρει τό νού νά είναι πολύ καθαρμένος άπό κάθε ύλική προσκόλληση και νά κα­τέχεται άπό θεϊο έρωτα.
Δεν διαιρείται κατ' αύτόν τον τρόπο μόνον ή γνώση, άλλά και ή άρετή. "Αλλη είναι ή άρετή πού δεν ύπερβαίνει τή φύση, ή οποία και λέγεται φυσι­κή, και άλλη ή άρετή ή όποία πραγματοποιείται άπό τό Πρώτο Καλό και ή όποία είναι πάνω άπό τή φυσική δύναμη και κατάσταση, και τήν όποία εί­ναι πρέπον νά όνομάσομε υπερφυσική. Και τή φυσική γνώση και άρετή μπορεί νά τήν έ'χε; και άφώτιστος (άβάπτιστος) άνθρωπος, ενώ τήν ύπερφυ- σική, διόλου. Γιατί, πώς νά τήν εχει, άφοϋ είναι άμέτοχος τού αίτιου πού τήν πραγματοποιεί; Ό φωτισμένος δμως μπορεί νά τις εχει και τις δύο. Ή μάλλον τήν ύπερφυσική άρετή δεν μπορεί διόλου νά τήν άποκτήσει άν δεν άποκτήσει πρωτύτερα τή φυσική. Νά μετέχει δμως στήν ύπερφυσική γνώση, χωρίς νά £χει τή φυσική, δεν ύπάρχει κανένα εμπόδιο. Άλλά πρέπει νά -γνωρίζομε και τούτο* δτι, δπως αίσθηση και φαντασία έχουν και τά άλογα ζώα, και τις εχει και ό άνθρωπος τις δυνάμεις αύτές, πολύ καλύτερες και ύ- ψηλότερες, ετσι και τις φυσικές αρετές και γνώσεις τις έχουν και οι δύο, άλ­λα απείρως καλύτερα και υψηλότερα τις έχει ό φωτισμένος από τον άφώτι- στο. 'Ακόμη ή φυσική γνώση πού αναφέρεται στις αρετές και τις αντίθετες με την άρετή συνήθειες, είναι και αυτή δύο ειδών- ή μία είναι ψιλό όνομα, δταν αυτός πού φιλοσοφεί γι' αύτά, δεν εχει πείρα από τις καταστάσεις αυ­τές, και ή όποία μερικές φορές διστάζει' ή άλλη είναι έμπρακτη και —νά πώ ετσι— έμψυχη, δταν ή γνώση βεβαιώνεται από τήν πείρα. Αυτή είναι σαφής και άξιόπιστη, χωρίς δισταγμό και αμφιβολία. 'Έπειτα από αύτά, τέσσερα είναι έκεϊνα πού έναντιώνονται στο νοϋ σχετικά μέ τήν άπόκτηση τής άρετής. Πρώτο, ή συνήθεια τών κακών εξεων, ή όποία  εχει λεχθεί ότι επιχειρεί νά τον πείσει μέ τή μακρά συνήθεια νά φέρεται προς τα γήινα. Δεύτερο, ή ένέργεια τής αίσθήσεως, ή όποία φανερώνεται στά αισθητά κάλ­λη και σύρει μαζί της και τό νού. Τρίτο, ή έξασθένηση τής νοερής ενέργειας, τήν όποία εχει πάθει λόγω τής ένώσεώς του μέ τό σώμα. Γιατί δεν άντα- ποκρίνεται ό νοϋς στο νοητό δπως ή δράση στο όρατό και γενικώς δπως ή αίσθηση στο αισθητό* λέγοντας νοϋ έννοώ τό νοϋ τής ψυχής, ή όποία βρί­σκεται ακόμη στο σώμα. 'Επειδή οί άυλοι Νόες έντονότερα άντιλαμβάνον- ται τά νοητά άπό δ,τι τά ανθρώπινα μάτια τά ορατά. 'Αλλά δπως ή έλατ- τωματική δράση δέν άποτυπώνει σαφή και καθαρά είδωλα άπό τά όρατά, άλλά συγκεχυμένα και άσαφή, ετσι και ό νούς μας άντιλαμβάνεται τά νοη­τά. Καθώς δέν μπορεί νά παρατηρεί καθαρά τά.νοητά κάλλη, δέν μπορεί ούτε νά τά ποθεί —γιατί κατά τό μέτρο τής γνώσεως είναι και τό μέτρο τής έπιθυμίας—, και ταυτόχρονα παρασύρεται προς τά αισθητά κάλλη, γιατί τά βλέπει μέ μεγαλύτερη διαύγεια* έπειδή είναι άνάγκη νά είναι γεμάτος πάν­τοτε άπό εν α πού τοϋ φαίνεται καλό, είτε είναι δντως καλό, είτε δχι. Τέ­ταρτο, ό έπηρεασμός άπό τούς άκάθαρτους και μισάνθρωπους δαίμονες, οί όποιοι στήνουν παγίδες —δέν μπορούμε νά ύπολογίσομε πόσες και ποιού εί­δους— άλοίμονο, σέ δλα τά σημεία τοϋ δρόμου, γιά τις ψυχές, μέ κάθε μέ­σο και τρόπο, μέ τις αισθήσεις, μέ τά λόγια, μέ τό νού, μέ δλα δσα υπάρ­χουν, μπορούμε νά πούμε. 'Από αύτούς, αν 'Εκείνος πού σήκωσε στον ώμο Του τό πλανώμενο πρόβατο110 δέν εκανε μέ τήν άπειρη φροντίδα Του ανώ­τερους εκείνους πού βλέπουν προς Αύτόν, δέν θά διέφευγε ποτέ καμιά ψυχή.
Γιά νά άποφύγομε λοιπόν δλα αύτά, χρειαζόμαστε τρία πράγματα. Πρώτο και μέγιστο, νά βλέπομε ολόψυχα προς τό Θεό, και άπό Αύτόν νά ζητούμε βοήθεια, άφού Τοϋ άναθέσομε δλη τήν ελπίδα μας, πιστεύοντας ά- πολύτως δτι αν 'Εκείνος δέν βοηθήσει, άναπόφευκτα θά μας πάρουν αύτοί πού τραβούν άπό τό άλλο μέρος. Δεύτερο, τό όποιο νομίζω προξενεί και τό πρώτο, είναι ή συνεχής τροφή τοϋ νού μέ γνώση. Γνώση έννοώ τή θεωρία δλων τών δντων, αισθητών και νοητών, πώς είναι αύτά καθ' έαυτά και
110. Λουκ. 15, 5.
πώς σχετίζονται μέ την πρώτη 'Αρχή, καθώς από αυτήν προέρχονται και σ' αυτήν άναφέρονται- και επιπλέον τή θεωρία τοϋ Αιτίου τών δντων δπως τήν άποκτοϋμε, δσο μας είναι δυνατό, γνωρίζοντας τις ενέργειες και τις ι­διότητες Του. Είναι πρόξενο πολλής καθάρσεως τό να έξετάζομε μέ μεγάλη έπιμέλεια τις φύσεις τών δντων* και αυτό μας απαλλάσσει από τήν εμπαθή προς αύτά διάθεση και τήν απάτη πού είναι γύρω άπ' αύτά και μας ανυψώ­νει πάρα πολύ προς τήν 'Αρχή τών δλων, και από τα ώραϊα και θαυμαστά και μεγάλα, μας κάνει νά βλέπομε σαν σε καθρέφτη τό Κάλλιστο και Θαυ- μαστότατο και Μέγιστο ή μάλλον Εκείνο πού ύπερβαίνει κάθε κάλλος και θαυμασιότητα και μέγεθος. "Οταν πάντοτε ή διάνοια άσχολεϊται μέ αύτά, δεν είναι δυνατό νά μήν ποθήσει τό δντως άγαθό- γιατί άν ελκεται άπό αυ­τό πού τής είναι ξένο, πολύ περισσότερο θά πάει προς τό οικείο. Και δταν τ' αγαπήσει αύτά ή ψυχή, πώς θά άνεχθεϊ νά άσχολεϊται μέ επιμονή μέ τά γήινα και μ' εκείνα πού τήν  άποτραβούν άπό τό άγαπώμενο; 'Αλλ' άκόμη και αύτή ή ζωή θά τής φαίνεται δυσάρεστη γιατί άποτελεϊ εμπόδιο για τά καλά. Γιατί κι άν, δπως είπαμε, ό νους ό συνδεδεμένος μέ τήν ΰλη θεωρεί αμυδρά τή νοητή καλλονή, ώστόσο τά νοητά άγαθά είναι τέτοια και τόσο μεγάλα, ώστε και μιά μικρή σταλαγματιά και μιά θαμπή φανέρωση τοϋ ώ- κεάνιου εκείνου κάλλους, μπορεί νά πείσει τό νοϋ νά πετάξει πάνω άπ' δλα τά αισθητά και προς τά νοητά μόνο νά στραφεί και νά μή δέχεται νά άπο- χωρεϊ άπό τήν άπόλαυσή τους, ό,τιδήποτε λυπηρό και άν τοϋ συμβεϊ. Τρίτο, πρέπει νά ύπάρχει επιπλέον ή νέκρωση τού σώματος πού είναι συνδεδεμένο μαζί του. 'Αλλιώς είναι άδύνατο νά δέχεται τις φανερώσεις εκείνες σαφείς και εύδιάκριτες. Τό σώμα νεκρώνεται μέ τή νηστεία, τήν άγρυπνία, τή χα- μαικοιτία, μέ σκληρά τά άπαραίτητα ένδύματα, μέ τούς πόνους και τούς κόπους. Έτσι νεκρώνεται ή σάρκα, ή μάλλον συσταυρώνεται μέ τό Χριστό· και γίνεται λεπτή και καθαρή και έλαφρή και εύκίνητη και ετσι άκολουθεΐ εύκολα τις κινήσεις τού νοϋ και δέν εναντιώνεται, άλλά άνυψώνεται μαζί μέ τό νοϋ πού πετά ψηλά· ώστε χωρίς τή νέκρωση αύτή, κάθε έπιμέλεια είναι μάταιη.
Αύτή ή σεβάσμια τριάδα, δταν συγκροτηθεί μέ τήν αρμονική συνύπαρξη τών τριών πού άναφέρθηκαν παραπάνω, γεννά μέσα στήν ψυχή τόν κύκλο τών μακαρίων άρετών. Γιατί είναι άδύνατο σ' έκείνους πού είναι στολισμέ­νοι μέ αύτά τά τρία, ή νά βρεθεί 'ίχνος κακίας ή νά άπουσιάζει κάποια άρε- τή. Άλλά 'ίσως νά θλίβει τό λογικό ή άπόρριψη τών χρημάτων, ή ή περι­φρόνηση τής δόξας, γιατί εως δτου είναι ή ψυχή δεμένη μέ αύτά, πληγώνε­ται άπό πολλά πάθη. Και εγώ βεβαιώνω επιμόνως δτι είναι άδύνατο νά πε­τάξει ψηλά ή ψυχή πού είναι προσηλωμένη στον πλούτο και στή δόξα. Ούτε και είναι δυνατό νά έπιμένει σ' αύτά ή ψυχή, δταν ϊγει άθληθεϊ άρκετά στά τρία πού είπαμε, ώστε νά τής γίνουν συνήθεια. Γιατί άν ή ψυχή γνωρίζει δτι τίποτε δεν είναι πραγματικά καλό, έκτος από τον ύψιστο Θεό* κι είναι πε­πεισμένη δτι από τα άλλα, δσο πιο δμοιο είναι κάτι με τό Πρώτο Καλό, τό­σο ωραιότερο είναι, πώς θα άγαπήσει ή θα δεχτεί άργυρο ή χρυσό ή κάτι άλλο γήινο; Τα Γδια λέω και για τή δόξα.
Άλλα δέν έξαιροϋνται άπό τό λόγο και οί φροντίδες, οί όποιες κυρίως κρατούν κάτω τον άνθρωπο. Για ποιο πράγμα θα φροντίσει εκείνος πού δέν παθαίνεται για κανένα γήινο και δέν στρέφεται σ' αύτά; Γιατί τό νέφος των φροντίδων σχηματίζεται άπό τις αναθυμιάσεις, ας πούμε, τών βασικών πα­θών, έννοώ τή φιληδονία, τή φιλαργυρία και τή φιλοδοξία* ώστε ό ελεύθε­ρος άπό τά πάθη αύτά, είναι και ξένος άπό φροντίδες. 'Αλλά ούτε ή φρόνη­ση, πού θεωρείται συμπλήρωμα της σοφίας και είναι ή πιο ισχυρή δύναμη άπό δσες σηκώνουν τον άνθρωπο προς τά έπάνω, λείπει άπ1 αύτά πού είπα­με. Γιατί στή γνώση τών άρετών συμπεριλαμβάνεται και ή άκριβέστατη διάκριση τοϋ καλού και τού κακού, γιά τά όποια άπαιτεΐται προπαντός φρόνηση. Τούς τρόπους της χρησιμοποιήσεως και τής πάλης, θά διδάξει ή πείρα και ή εναντίον τού σώματος πάλη.Δέ θά παραλείψομε νά κάνομε λόγο και γιά τό φόβο. Όσο μεγαλύτερος είναι ό θείος έρωτας, τόσο μεγαλώνει μαζί και ό φόβος. Γιατί δση είναι ή έλπίδα νά έπιτύχομε τό 'Αγαθό (ή οποία κεντά τούς πληγωμένους άπό τό θείο έρωτα περισσότερο άπό τις άπειλές μυρίων κολάσεων, γιατί τό νά έπι­τύχομε τό 'Αγαθό προξενεί μακαριότητα), τόσος είναι και ό φόβος νά τό χάσομε, πράγμα πού είναι άθλιότατο. Γιά νά συνεχιστεί ό λόγος μας, ας έ- ξετάσομε τό σκοπό. Γιατί θεωρείται δτι στο κάθε τί, ό σκοπός του είναι πού καθορίζει και τή διαίρεση τών επιμέρους στοιχείων και τήν διάταξη αύτών. Σκοπός λοιπόν τής ζωής μας είναι ή μακαριότητα, ή όποία ταυτίζεται μέ τή βασιλεία τών ούρανών ή τού Θεού. Αύτό σημαίνει, δχι μόνο νά βλέπομε τήν βασιλικότατη, ας πούμε, Τριάδα, άλλά επιπλέον νά δεχόμαστε τήν έκ­χυση τής θείας χάρης και νά πάσχομε, κατά κάποιο τρόπο, τή θέωση· και δ,τι έλλιπές ή άτελές εχομε μέσα μας, νά άναπληρώνεται και νά τελειο­ποιείται μέ τήν έκχυση τής χάρης. Και αύτό είναι ή τροφή τών νοερών υ­πάρξεων, ή άναπλήρωση τών έλλείψεων μέ αύτή τήν έκχυση τής χάρης. Και είναι ενας κύκλος αιώνιος πού άρχίζει άπό ενα σημείο και καταλήγει στο 'ίδιο. Γιατί δσο κανείς νοεϊ, τόσο και έπιθυμεϊ* και δσο επιθυμεί, τόσο Α­πολαμβάνει* και δσο άπολαμβάνει, τόσο περισσότερο νοεΐ και άρχίζει πάλι τήν άκίνητη κίνηση, ή άλλιώς τήν άκίνητη άκινησία. Αύτός είναι ό σκοπός μας, δσο μας είναι έφικτό νά έννοήσομε* ας έξετάσομε πώς θά φτάσομε σ"1 αύτόν.
Στις λογικές ψυχές πού είναι νοερές ουσίες και λίγο μόνο κατώτερες ά­πό τούς άγγέλους, ό παρών βίος £χει δοθεΐ ώς άγώνας και τόπος δπου γίνε­ται προσπάθεια γιά τή νίκη. 'Έπαθλο είναι ή θεία κατάσταση πού άναφέρα- με, δώρο αντάξιο της θείας αγαθότητας και δικαιοσύνης, από τη μία, γιατί φαίνεται δτι άπό τους κόπους του κερδίζει κανείς αυτά τά αγαθά, κι από την άλλη, γιατί ή άφθονοπάροχη θεία δύναμη υπερνικά κάθε κόπο. "Αλλω­στε και τό νά μπορεί κανείς και τό να πράττει τό αγαθό, είναι δώρο τοϋ Θεού.
Ποιος λοιπόν είναι ό εδώ άγώνας; Ή λογική ψυχή έχει ενωθεί με σώμα δμοιο με τών ζώων, πού εχει τήν ύπαρξη άπό τή γη και στρέφεται προς τά κάτω. Και εχει τόσο ενωθεί ή ψυχή μέ τό σώμα, ώστε νά γίνει ένα άπό αυ­τά τά δύο τελείως άντίθετα, χωρίς μεταβολή —προς Θεού— ή σύγχυση τών μερών, άλλά άπό τά δύο φυσικά μέρη νά γίνει μία υπόσταση μέ δύο τέλειες φύσεις. 'Έτσι λοιπόν σύνθετος άπό δύο διαφορετικές φύσεις ό άνθρωπος, ε­νεργεί εκείνα πού ανήκουν στήν κάθε μία φύση. Και τοϋ σώματος αρμόδιο είναι νά άποβλέπει προς τά δμοιά του. Ό έρωτας αύτός προς τά δμοια είναι φυσικός στά δντα, γιατί δήθεν βοηθείται άπό αύτόν ή ΰπαρξή τους μέ τή συμβίωση και τή συναναστροφή μέ αύτά και ή άπόλαυση αύτών μέ τήν αί­σθηση. Ακόμη έπειδή είναι βαρύ τό σώμα, άγαπά τήν άνεση. Στή ζωώδη φύση, αύτά είναι κατάλληλα και άγαπητά. Στή λογική δμως ψυχή, έπειδή είναι νοερή ούσία, φυσικά και έπιθυμητά είναι τά νοητά και ή άπόλαυσή τους μέσω της νοήσεως. Προπάντων ό έρωτας προς τό Θεό είναι έκ φύσεως ριζωμένος μέσα της. Και θέλει νά άπολαμβάνει τό Θεό και τά άλλα νοητά, δέν μπορεί δμως νά τό κάνει αύτό άνεμπόδιστα.
Ό πρώτος άνθρωπος (ό Αδάμ) μπορούσε άνεμπόδιστα νά έννοεΐ και νά άπολαμβάνει τά νοητά μέ τό νού, δπως και τά αισθητά μέ τήν αίσθηση. Εί- ,χε δμως χρέος νά άσχολεϊται δχι μέ τά χειρότερα, άλλά μέ τά ανώτερα. Καθώς μπορούσε νά κάνει και τά δύο, στο χέρι του ήταν νά βρίσκεται ει'τε μέ τά νοητά μέσω τοϋ νού, είτε μέ τά αισθητά μέσω της αίσθήσεως. Δέ λέω δτι ό 'Αδάμ δέν έπρεπε νά χρησιμοποιεί τήν αίσθηση (γιατί δέν έφερε μά­ταια τό σώμα)· λέω δτι δέν έπρεπε νά προσκολλάται στά αισθητά, άλλά βλέποντας τήν ομορφιά τους, νά οδηγείται προς τό Δημιουργό τους. Και στο έξης νά άπολαμβάνει τό Θεό μέ θαυμασμό, έχοντας διπλές άφορμές νά θαυμάζει τόν Κτίστη. Όχι δμως νά προσκολληθεί στά αισθητά και αύτά νά θαυμάζει και δχι τό Δημιουργό τους, παραμελώντας τό νοητό κάλλος. Τέ­τοιος λοιπόν πλάστηκε ό 'Αδάμ. 'Αφού δμως έκανε κακή χρήση της αίσθή­σεως, θαύμαζε τό -αισθητό κάλλος· τοϋ φάνηκε ό καρπός ώραϊος στήν δράση και καλός στή γεύση111, έ'φαγε άπ1 αύτόν και άφησε τήν άπόλαυση τών νοητών. Γι' αύτό ό δίκαιος Κριτής, κρίνοντάς τον άνάξιο, άφαίρεσε άπό αύ­τόν τή θεωρία έκείνων πού καταφρόνησε, δηλαδή τοϋ Θεού και τών δντων, και έβαλε σκότος γιά νά τοϋ άποκρύψει τόν έαυτό Του112 και τις άυλες ού- σίες. Γιατί δέν έπρεπε νά άφήνονται τά άγια στούς βέβηλους. Και έκεΐνα τά όποια πόθησε, αύτά τοϋ άφησε να απολαμβάνει, δηλαδή να ζει με την αί­σθηση και μέ ελάχιστα Γχνη των θείων στο νου του.
'Από τότε ό άγώνας μας για τα γήινα εγινε βαρύτερος, γιατί δεν έχομε τήν εξουσία να άπολαμβάνομε τα νοητά, δπως τα αισθητά μέ τήν αίσθηση, αν και μέ τό βάπτισμα βοηθούμαστε πάρα πολύ, επειδή καθαριζόμαστε και υψωνόμαστε. 'Αλλά, δσο είναι δυνατόν πρέπει νά ασχολούμαστε μέ τά νοη­τά και δχι μέ τά αισθητά, και έκεϊνα νά θαυμάζομε και νά θέλομε. 'Από τά αισθητά, κανένα νά μή θαυμάσομε καθ"1 εαυτό, ούτε νά θελήσομε νά άπο- λαύσομε. Πραγματικά, καμιά άξια δέ φαίνεται νά έχουν σέ σχέση προς τά νοητά. "Οσο πιο θαυμαστή είναι ή ουσία των νοητών άπό τήν ουσία των αι­σθητών, τόσο και τό κάλλος τών νοητών είναι πιο θαυμαστό άπό τό κάλλος των αισθητών. Νά ποθήσει κανείς τώρα πιο πολύ τό χειρότερο άπό τό ω­ραιότερο και τό άτιμότερο άπό τό τιμητικότερο, ποιά παραφροσύνη δέν υ­περβαίνει; Και αυτά γιά τά αισθητά και νοητά δημιουργήματα. 'Αλλά τί θά ελεγες δταν και άπό 'Εκείνον πού είναι πάνω άπό αυτά, προτιμούμε τήν ά­μορφη και χωρίς κάλλος ύλη;
Αύτός λοιπόν είναι ό άγώνας, νά προσέχομε τούς εαυτούς μας μέ πολλή άκρίβεια, γιά νά άπολαμβάνομε πάντοτε τά νοητά, υψώνοντας προς αύτά τό νοΰ και τήν επιθυμία, και ποτέ νά μήν έξαπατηθούμε άπό τά αισθητά, ώ­στε νά παρασυρθούμε άπό κάτι αισθητό μέσω της αίσθήσεως και νά τό θαυ­μάσομε αυτό καθ' εαυτό. "Αν είναι κάτι πού πρέπει νά χρησιμοποιήσομε και τήν αίσθηση, αύτό είναι γιά νά άντιλαμβανόμαστε τον Κτίστη άπό τά κτί­σματα, βλέποντας μέσα σ1 αύτά Εκείνον, δπως βλέπομε μέσα στο νερό τον ήλιο. Επειδή ύπάρχουν στά όντα εικόνες τού Πρώτου Αιτίου δλων, δσο εί­ναι δυνατόν σ' αύτά. Αύτό λοιπόν είναι τό κατόρθωμα. "Ας σκεφτούμε πώς θά τό κατορθώσομε. Είπαμε λοιπόν δτι τό σώμα επιθυμεί νά άπολαμβάνει τά συγγενή μέ αύτό, μέσω τής αίσθήσεως, πράγμα πού είναι άντίθετο μέ τήν πρόθεση τής ψυχής, και δσο πιο πολύ δυναμώνει τό σώμα, τόσο περισ­σότερο έπιθυμεΐ. Γι' αύτό άς φροντίσει ή ψυχή νά βάλει χαλινό σέ δλες τις αισθήσεις, γιά νά μήν άπολαύσομε τά αισθητά. Επειδή δταν είναι πιο ρω­μαλέο τό σώμα, περισσότερο όρμά· και περισσότερο ορμώντας, γίνεται ά- κράτητο* γι1 αύτό ή ψυχή. δύσκολα φροντίζει νά τό νεκρώσει μέ νηστείες, α­γρυπνίες, όρθοστασίες, χαμαικοιτίες, άλουσία και μέ κάθε άλλη κακοπάθεια, ώστε νά καταμαράνει τή δύναμή του γιά νά τό εχει ήμερο και πειθήνιο στις νοερές πράξεις της. Αύτό είναι πού έχομε νά κατορθώσομε. 'Επειδή δμως αύτά είναι εύκολότατο νά τά ύποσχεθούμε, δύσκολο δμως νά τά έφαρμόσο- με, και είναι πολύ περισσότερα τά σφάλματα άπό τά κατορθώματα ακόμη και αν προσέχει κανείς πάρα πολύ, γιατί συχνά ή αίσθηση έξαπατά, γι' αύ­τό εχει έπινοηθεϊ και τρίτο φάρμακο, ή προσευχή και τά δάκρυα.  ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ "ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ".

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου